-
1 μοριον
τό1) частица, кусок, частьτρία μόρια (sc. τῆς γῆς) Her. — три части света;
τὸ πρὸς τὸν Τυρσηνικὸν πόντον μ. Thuc. — обращенная к Тирренскому морю часть (Сицилии);ἐν βραχεῖ μορίῳ Thuc. — в течение короткого времени2) составная часть, элемент (sc. τοῦ εἴδους Arst.)3) анат. член тела, органπερὴ ζῴων μορίων Arst. — (наука) о частях тела (т.е. анатомия) животных
4) тж. pl. половой орган(γόνιμον Plut.; γυναικεῖον Luc.)
5) (со)член (sc. τῆς βουλῆς Arst.)6) грам. частица или приставка
См. также в других словарях:
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek
τριβρωμιώνω — Ν χημ. 1. εισάγω στο μόριο μιας χημικής ένωσης τρία μόρια βρωμίου 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθετο) τριβρωμιωμένος, η, ο (για χημ. ένωση) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τρία μόρια βρωμίου … Dictionary of Greek
τριμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αποτελείται από τρία μέρη: Τριμερής διάσκεψη. 2. αυτός που συνάπτεται από τρία μέρη: Τριμερής ειρήνη. 3. (για λουλούδια), που όλα τα σπονδυλώματά του αποτελούνται από τρία μόρια (π.χ. τρία σέπαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… … Dictionary of Greek
τρινιτρικός — ή, ό, Ν χημ. αυτός που παράγεται από τρία μόρια νιτρικού οξέος («τρινιτρικός εστέρας τής γλυκερίνης») … Dictionary of Greek
τρισακχαρίτης — ο, Ν χημ. ολιγοσακχαρίτης που προέρχεται από τρία μόρια μονοσακχαριτών με την αποβολή δύο μορίων νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trisaccharide < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + saccharide < σάκχαρον + κατάλ … Dictionary of Greek
λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek